Γιατί ο Τσίπρας προβάρει κουστούμι Αντρέα και τι φοβάται περισσότερο

Όταν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησαν την εντυπωσιακή τους πορεία προς την εξουσία το 2012, είχαν επιλέξει μια συγκεκριμένη απεύθυνση, που τότε αποδείχτηκε καίρια.

Διέγνωσαν τη βαθιά κρίση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και την τεράστια φθορά που είχαν υποστεί τα συστημικά κόμματα και ιδίως το ΠΑΣΟΚ που είχε χρεωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης την πρόσδεση στα μνημόνια.
Όποιος μπορούσε να αφουγκραστεί τις διαθέσεις της κοινωνίας, θα καταλάβαινε ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση είχε ήδη μετατραπεί σε πολιτική και οι ψηφοφόροι θα γύριζαν την πλάτη στα κυρίαρχα κόμματα.
Αυτό είχε φανεί από τις Πλατείες που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από την άποψη της συμμετοχής ήταν μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις της μεταπολίτευσης.
Τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευστροφία (ή τον καιροσκοπισμό) να ρίξει το σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς».
Το σύνθημα αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από όσα έκανε μέχρι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και οι άλλοι σχηματισμοί αριστεράς. Γιατί μέχρι τότε και το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός / ΣΥΡΙΖΑ όταν απευθύνονταν στους ψηφοφόρους ουσιαστικά τους καλούσαν να ψηφίσουν «αντίσταση» ή να διαλέξουν αντιπολίτευση «από στα αριστερά». Για πολλά χρόνια η αριστερά στο σύνολό της δεν θεωρούσε ότι μπορούσε διεκδικήσει την εξουσία, παρά μόνο να διευρύνει την πολιτική επιρροή της.
Και σε εκείνη τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε τα δεδομένα γιατί διεκδίκησε την κυβέρνηση. Και αυτή η διεκδίκηση συναντήθηκε με τη διάθεση της κοινωνίας για αλλαγή και τιμωρία των μνημονιακών κομμάτων. Αυτό έγινε και το 2012 και βεβαίως το 2015.
Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ζήτημα να διεκδικεί την ταυτότητα της αριστεράς. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ως να λέει στην κοινωνία «την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά τις δοκιμάσατε, ήρθε η ώρα της Αριστεράς».

Η εξουσία και η κρυφή γοητεία της κεντροαριστεράς

Όμως, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά υποστήριξε ότι είναι η αριστερά που κερδίσει την εξουσία ως αριστερά, αυτό δεν του ήταν αρκετό.
Ο στενός ηγετικός πυρήνας γύρω από τον Τσίπρα πίστευε ήδη από το 2014 ότι η κοινωνία στην πραγματικότητα δεν ήθελε την αριστερά, αλλά μια παραλλαγή του ΠΑΣΟΚ.
Το στήριζαν αυτό στην ανάλυση της πολιτικής προέλευσης των ψηφοφόρων που σε μεγάλο βαθμό ήταν από το χώρο της κεντροαριστεράς αλλά και σε ένα πιο συνολικό υπολογισμό.
Μέχρι τότε η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν – τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων – ότι η «αριστερή κυβέρνηση» θα ήταν κατά βάση ένας προάγγελος του σοσιαλισμού και μέχρι ακόμη και παραμονές του 2015 διάφορες εσωκομματικές τάσεις οραματίζονταν ρήξεις και μετασχηματισμούς.
Μόνο που η ηγετική ομάδα γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε ότι ούτε ήθελε ούτε και μπορούσε να προχωρήσει σε ρήξεις. Αυτό αποτυπώθηκε πρώτα στη στάση ως προς το θέμα του ευρώ, όσο και στο πώς άρχισαν να βάζουν «νερό στο κρασί» τους σε σχέση με διάφορα ζητήματα.
Και τότε το πρότυπο έγινε ο Αντρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα επεδίωκε μια ρήξη αλλά μια μεγάλη προοδευτική αλλαγή, εντός ΕΕ και ατλαντικών υποχρεώσεων, αλλά με κοινωνική δικαιοσύνη και ανάπτυξη.
Όμως, ακόμη και τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα, καθώς η διαπραγμάτευση του 2015 είχε τη γνωστή διαδρομή και μετά περάσαμε στο δημοψήφισμα του 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Μόνο που η διαδρομή αυτή ενίσχυσε στην πραγματικότητα την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει η νέα κεντροαριστερά.
Αυτό είχε πια και μια πολιτική και ιδεολογική βάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε γίνει ένα κόμμα διακυβέρνησης και το πρόγραμμα δεν ήταν οι αποφάσεις των συνεδρίων αλλά η κυβερνητική πρακτική. Και αυτή περιλάμβανε την αποδοχή συγκεκριμένων ορίων: ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, απαιτήσεις της ευρωζώνης, δημοσιονομική πειθαρχία.
Πλέον πολύ δύσκολα μπορούσε να διεκδικεί το χαρακτήρα μιας αριστερής δύναμης. Επιπλέον είχε εξαντληθεί η «υπερβατική» λογική του αντιμνημονιακού μετώπου πάνω στην οποία είχε στηρίξει τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Αυτή η συνεργασία πρακτικά ήδη από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου είχε γίνει τελείως «εργαλειακή» και αυτό αποδείχτηκε αργότερα από την ευκολία με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας εξώθησε ουσιαστικά τον Πάνο Καμμένο εκτός κυβέρνησης.
Σε αυτό το τοπίο εμφανίζεται και στον ΣΥΡΙΖΑ η… κρυφή γοητεία της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό έχει ποικίλες αφορμές. Από τη μια, ο πραγματικός πολιτικός ορίζοντας του κυβερνώντος κόμματος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια μιας σύγχρονης κεντροαριστεράς. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι μια μεγάλη «πολιτική οικογένεια» που υποσχόταν στην ελληνική κυβέρνηση πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψης των αποφάσεων στην ΕΕ.
Και βέβαια – γιατί δεν είναι όλα τα πράγματα στρατηγική…– υπήρχαν και δύο πιο… πρακτικά θέματα. Από τη μια, ο ΣΥΡΙΖΑ έψαχνε για πολιτικές εφεδρείες, ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε κανένα λόγο να μείνει εσαεί με τους ΑΝΕΛ. Από την άλλη, ήταν και το θέμα της αισθητικής. Ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωκε τη σύγκριση με τον Αντρέα Παπανδρέου.

Ο φόβος της κανονικότητας

Όμως, υπήρχε και ένα άλλο άγχος. Η επιστροφή της οικονομικής ζωής σε μια μνημονιακή κανονικότητα, διαμόρφωνε ένα νέο τοπίο για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι τότε το κυβερνών κόμμα είχε τροφοδοτηθεί από μια δυναμική που αφορούσε μια «έκτακτη κατάσταση», μια συγκυρία κρίσης και ανατροπών, μια περίοδο στην οποία οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να δοκιμάσουν νέα πράγματα.
Όμως, μια εκ νέου σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού ενέχει τον κίνδυνο επαναπατρισμό ψηφοφόρων στις πολιτικές «ρίζες» τους, ιδίως όταν η ίδια η κυβερνητική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ συσσώρευσε περισσότερες διαμαρτυρίες παρά επαίνους.
Δηλαδή, ο συνδυασμός ανάμεσα στην «κανονικότητα» και τη δυσαρέσκεια θα μπορούσε να διαμορφώσει αντίστροφη ροή ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό εν μέρει φάνηκε στην αρχική δυναμική του ΚΙΝΑΛ, όταν φάνηκε ότι μπορούσε να έχει ακόμη διψήφιο ποσοστό και αυτό εξηγεί και την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ να αποδιαρθρώσει το ΚΙΝΑΛ, κάτι που εν μέρει το κατάφερε αξιοποιώντας και τη Συμφωνία των Πρεσπών σε αυτό το επίπεδο.
Η ανάγκη συσπείρωσης «κεντροαριστερών στελεχών» ακόμη και από τα αζήτητα
Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε εύκολα να βγει και να πει «είμαστε η κεντροαριστερά», ακόμη και εάν αυτός ήταν ο πολιτικός στόχος του. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις στον κομματικό μηχανισμό.
Επομένως το «Σχέδιο Κεντροαριστερά» χρειαζόταν και στελέχη της Κεντροαριστεράς. Δεν είχε σημασία ποια, ούτε καν πόσα. Έπρεπε απλώς να μπορούν να υποστηρίζουν ότι η κεντροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ πλέον είναι με τον Τσίπρα και όχι με την Φώφη Γεννηματά.
Αυτό εξηγεί τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκαν τον εδώ και καιρό απόστρατο Στέφανο Τζουμάκα, τον αποτυχημένο ως διεκδικητή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ Γιάννη Ραγκούση, ή του διαχειριστές της σημερινής ταμπέλας «ΔΗΜΑΡ» όπως ο Θ. Θεοχαρόπουλος.
Αυτό εξηγεί γιατί δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνεργάζονται σήμερα με όσους τους καθύβριζαν χτες. Γιατί π.χ. ο κ. Λιάκος ή κ. Ρεπούση για χρόνια θεωρούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ το παράδειγμα προς αποφυγή.
Αυτό, τέλος, εξηγεί γιατί δεν θεωρούν ότι εκτίθενται όταν π.χ. προσελκύουν πολιτικούς όπως ο κ. Μωραΐτης ή ο κ. Τόλκας που απλώς θεώρησαν ότι η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ δεν τους προωθούσε και υποστήριζε αρκετά.

Η αγωνία της εκλογικής συντριβής

Η υπερβολή στην παρουσίαση του όλου θέματος, ιδίως από τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ. Προφανώς και η 6η Απρίλη δεν ήταν η νέα 3η Σεπτέμβρη και η εκδήλωση στο Γαλάτσι ήταν κυρίως κομματική εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι «συνεργαζόμενες δυνάμεις» είναι ισχνές και ο κύριος όγκος της «οργανωμένης κεντροαριστεράς» απών από τη συνάντηση.
Όμως, οι εκλογές πλησιάζουν, τα δημοσκοπικά δεδομένα δεν είναι καλά και ο ΣΥΡΙΖΑ προτιμά την επικοινωνιακή υπερβολή από την ουσιαστική πολιτική. Με αυτή την έννοια και το συγκεκριμένο σόου αναμένεται να το δούμε σε αρκετές επαναλήψεις, έστω και με μικρή σχετικά ακροαματικότητα.