Τελικά πόσο ιστορική ήταν η επίσκεψη; Τσίπρας και Ζάεφ προσπαθούν να διασκεδάσουν εντυπώσεις

Παρότι παρουσιάστηκε ως «ιστορική» η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα, υπουργών και επιχειρηματιών στα Σκόπια, στην πραγματικότητα είναι το φυσικό επακόλουθο της Συμφωνίας των Πρεσπών, που εμπεριέχει μια σειρά από βήματα στην παραπέρα συνεργασία των δύο χωρών.

Ο έλληνας πρωθυπουργός προσπάθησε να παρουσιάσει τη συνάντηση ως αυτή που σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου αντιπαράθεσης. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι είναι η πρώτη επίσημη επίσκεψη έλληνα πρωθυπουργού που γίνεται στη γειτονική χώρα και ότι είναι η πρώτη φορά που συμφωνήθηκαν τόσο πολλά σε επίπεδο των διμερών σχέσεων.
Βέβαια, το παράδοξο είναι ότι αυτή δεν είναι η πρώτη συνάντηση έλληνα πρωθυπουργού και πρωθυπουργού της τότε ΠΓΔΜ. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του Κώστα Σημίτη με τον Λιούπτσο Γκεοργκιέφσκι στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής των Βαλκανικών Χωρών. Μόνο που τότε δεν υπήρχε το είδος της τυπικής σχέσης (αναγνώριση, ίδρυση πρεσβειών και όχι συνδέσμων) που υπάρχει σήμερα. 

Οι οικονομικές σχέσεις που κάποτε ήταν καλύτερες

Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να παρουσιάσει την επίσκεψη αυτή ως αυτήν που επιτέλους θα οδηγήσει στην ανάπτυξη των διμερών οικονομικών σχέσεων.
Βέβαια, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και πιο σύνθετα.
Γιατί υπήρξε περίοδος όπου οι διμερείς οικονομικές σχέσεις ήταν καλύτερες.
Η «Ενδιάμεση Συμφωνία» του 1995 είχε οδηγήσει σε μια σημαντική αύξηση των διμερών οικονομικών σχέσεων και σε πολύ σημαντικές ελληνικές επενδύσεις στη σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.
Το σύνολο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην πΓ∆Μ για την δεκαετία 1997-2006, σύμφωνα με το αρχικό επενδεδυμένο κεφάλαιο των επιχειρήσεων, ανήλθε σε €2,1 περίπου δισ. με την Ελλάδα να κατατάσσεται δεύτερη με επενδύσεις €320 εκατ. μετά την Ουγγαρία με επενδύσεις €350 εκατ. Αν συνυπολογιστεί το συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο, που αφορά σε επανεπενδύσεις, μεταβιβάσεις κεφαλαίων μέσω άλλων χωρών (όπως Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Κύπρος κ.ά.), ιδιωτικοποιήσεις και εξαγορές, η Ελλάδα το 2007 κατείχε την πρώτη θέση στην τότε ΠΓΔΜ, με συνολικό ύψος επενδύσεων περί τα €985 εκατ.
Όμως, στη συνέχεια υπήρξε εν μέρει ελληνική αποεπένδυση από την τότε ΠΓΔΜ, εξαιτίας της πώλησης μεγάλων ελληνικών επενδύσεων στις τηλεπικοινωνίες αλλά και του ξεσπάσματος της οικονομικής κρίσης.
Πάντως, παρά την υποχώρηση ακόμη και το 2017 οι ελληνικές επενδύσεις στη γειτονική χώρα παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα. Η Ελλάδα κατείχε την 3η θέση, μεταξύ των χωρών προέλευσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην τότε πΓΔΜ σε επίπεδο αποθεμάτων. Το ύψος του επενδεδυμένου ελληνικού κεφαλαίου ανήλθε σε 473,9 εκατ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 10,1% του συνόλου των ΑΞΕ στη χώρα.
Έκθεση του γραφείου συνδέσμου της Ελλάδας στην τότε ΠΓΔΜ το 2017 έδινε την εξής εικόνα για τις ελληνικές επενδύσεις στην γειτονική χώρα:
«Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι δραστηριοποιούμενες στην πΓΔΜ επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων υπολογίζονται σε 330. Οι κύριοι τομείς οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους συγκεντρώνονται οι ελληνικές ΑΞΕ, είναι οι τράπεζες (έχει απομείνει μόνον η Stopanska Banka του Ομίλου ЕТЕ, καθώς η Alpha Bank εξαγοράσθηκε το 2016), οι συμβουλευτικές εταιρείες, τα πετρελαιοειδή, η ηλεκτρική ενέργεια, η μεταποίηση, και ιδιαίτερα η κλωστοϋφαντουργία (αν και σημειώνεται μεγάλη μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων του κλάδου – ενδεικτικά από τις δεκαπέντε ελληνικών συμφερόντων εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην κλωστοϋφαντουργία στην περιοχή του Μοναστηρίου έχουν πλέον απομείνει τρεις), η εξόρυξη και τα λατομεία, το εμπόριο τροφίμων/ποτών και η αγροτική παραγωγή.»
» Σημειώνεται, επίσης, ότι στα τέλη του 2016 ανακοινώθηκε το κλείσιμο του εργοστασίου μίας από τις 200 μεγαλύτερες εταιρείες της πΓΔΜ, της ‘Stumica Tabak’, συμφερόντων Μιχαηλίδη. Στον τομέα του καπνού δραστηριοποιούνται πλέον από ελληνικής πλευράς οι εταιρείες ΣΕΚΕ και Μισσιριάν.»
Τώρα, ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας συνοδευόμενος από έναν εντυπωσιακό αριθμό ελλήνων επιχειρηματιών. Ειδικότερα ανάμεσα στους 140 επιχειρηματίες περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του ομίλου «Μυτιληναίου» Ευάγγελος Μυτιληναίος, ο Μιχάλης Στασινόπουλος της ΒΙΟΧΑΛΚΟ, ο πρόεδρος του ομίλου «Κοπελούζου» Δημήτρης Κοπελούζος, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Γεώργιος Περιστέρης, ο πρόεδρος και ιδρυτής της Apivita Νίκος Κουτσιανάς, ο πρόεδρος του ομίλου Intracom Constructions SA Δημήτρης Κούτρας, ο πρόεδρος της Alumil SA Γιώργος Μυλωνάς, ο General Manager της Motor Oil Hellas Βίκτωρ Παπακωνσταντίνου, ο πρόεδρος του Alpha Digital SA Δημήτρης Κοντομηνάς και πολλά άλλα στελέχη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ευρύ φάσμα της επιχειρηματικής ζωής της χώρας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμφωνία και τέτοιες επισκέψεις θα διευκολύνουν την παραπέρα ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών.
Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει ότι οι διακυμάνσεις των διμερών οικονομικών σχέσεων μέχρι τώρα καθορίστηκαν περισσότερο από τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τις επιλογές που έκαναν οι ελληνικές επιχειρήσεις, παρά από το «ονοματολογικό».
Από εκεί και πέρα μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσουν να προωθηθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις του πρωθυπουργού π.χ. για τη διασύνδεση και των δύο χωρών με το κινεζικό σχέδιο “One belt, one road”, ιδίως όταν το διεθνές πεδίο ολοένα και περισσότερο σφραγίζεται από έντονους ανταγωνισμούς με την αμερικανική πλευρά (που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη Συμφωνία των Πρεσπών) να μη βλέπει πάντα με καλό μάτι την επέκταση των κινεζικών επενδύσεων ή τη διατήρηση της ενεργειακής εξάρτησης των ευρωπαϊκών χωρών από τη Ρωσία.

Το ανοιχτό πρόβλημα των εμπορικών σημάτων

Ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι κάποιοι «τώρα θυμήθηκαν τα εμπορικά σήματα». Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα, εξ ου και η συμπερίληψη του ζητήματος ως προβλήματος προς επίλυση στην ίδια τη συμφωνία.
Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, παρότι η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει τον χαρακτηρισμό «Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη» (ΠΓΕ) για προϊόντα και το χαρακτηρισμό Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) για μερικά ακόμη, το ζήτημα με ένα μεγάλο φάσμα προϊόντων και αντίστοιχων εμπορικών σημάτων ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν επενδύσει στην ιδιαίτερη ταυτότητα και «τοπικότητα» της ελληνικής Μακεδονίας, παραμένει.
Η απλή αναφορά ότι θα υποστηριχτούν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην όποια προσπάθειά τους να κατοχυρώσουν διεθνή εμπορικά σήματα, δεν αρκεί για να επιλυθεί το ζήτημα, μια που το πρόβλημα δεν είναι το κόστος κατοχύρωσης ενός σήματος, όσο ο ίδιος ο ανταγωνισμός για τις ίδιες τις «συνδηλώσεις» της «μακεδονικής ταυτότητας», που είναι διαφορετικές στις δύο χώρες, και τη δυνατότητα εμπορικής αξιοποίησής τους.

Η αναβάθμιση των πολιτικών σχέσεων

Οι δύο ηγέτες αναφέρθηκαν στο βάθεμα και των πολιτικών σχέσεων και των δύο χωρών, με τον έλληνα πρωθυπουργό να υπογραμμίζει και τη σημασία της αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες, που άλλωστε πλέον ανήκουν και στον ίδιο αμυντικό συνασπισμό, το ΝΑΤΟ. Εξ ου και η απόφαση ότι την επιτήρηση της εναέριου χώρου της γειτονικής χώρας θα αναλάβει η ελληνική Πολεμική Αεροπορία.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι ορισμένα ζητήματα θα συνεχίσουν να παραμένουν ανοιχτά. Για παράδειγμα παρότι η Συμφωνία κάνει σαφές ότι οι επίσημοι κυβερνητικοί φορείς της γειτονικής χώρας δεν μπορούν να θέσουν ζήτημα μειονότητας, αυτό δεν αναιρεί τη δυνατότητα το θέμα να συντηρείται σε επίπεδο «κοινωνίας των πολιτών».

Η ανοιχτή πρόκληση να πειστούν οι δύο κοινωνίες

Ούτως ή άλλως, στο βαθμό που εντάσσεται στην άμεση υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η επίσκεψη θα παρουσιαστεί με θετικό τρόπο. Και εντός του πλαισίου της Συμφωνίας θα αποτελέσει ένα βήμα, έστω και εάν για ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτά των εμπορικών σημάτων ή των ζητημάτων των σχολικών βιβλίων και συνολικά της «επίσημης ιστορίας», υπάρχει ακόμη δρόμος.
Όμως, το βασικό πρόβλημα είναι ότι ακόμη δεν έχουν αγκαλιάσει αυτή τη συμφωνία οι δύο κοινωνίες. Αυτό φάνηκε στο υψηλό ποσοστό αποχής, ιδίως του σλαβομακεδονικού στοιχείου στο δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα, όσο και στα σταθερά υψηλά ποσοστά απόρριψης της συμφωνίας στις δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα.
Και σε αυτό το επίπεδο χρειάζονται πολύ περισσότερα από την αναβάθμιση οικονομικών σχέσεων που ούτως ή άλλως ήταν καλές.