Αυτή η διάθεση σε πάει στο Euro!

Ο Αλέξανδρος Λοθάνο εξηγεί γιατί χαμογελάει με την εύκολη πρεμιέρα της Ελλάδας στα προκριματικά του Euro2020.
Η Ανδόρα και το Σαν Μαρίνο διατηρούν το (διόλου τιμητικό) προνόμιο να θεωρούνται οι δύο μοναδικές εθνικές ομάδες στην Ευρώπη που είναι σχεδόν «του κλότσου και του μπάτσου», μετά συγχωρέσεως από τους αγαπητούς γείτονες (Καταλανός γαρ) και τους συμπαθέστατους «Ιταλούς».

Όλες οι άλλες εθνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου πλέον και του Γιβραλτάρ, είναι σκληροτράχηλες, «ενοχλητικές» για τους μεγάλους και, σε αρκετές περιπτώσεις, πετυχαίνουν και αποτελέσματα που συζητιούνται σε όλη την Γηραιά Ήπειρο.

Τέτοια ήταν οι δύο νίκες των «ψαράδων» (των ποιών;) των Νήσων Φερόες επί της εθνικής μας ομάδας, στην τραγική παρουσία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος στα προκριματικά τουEuro2016, στην (ευτυχώς βραχύβια) θητεία του Κλαούντιο Ρανιέρι.

Δεν έγιναν, βεβαίως, και υπέρ ομάδες, αφού αρκετές εξακολουθούν να αποτελούνται από φιλότιμους δε, περιορισμένων δυνατοτήτων (και ενίοτε ημί – επαγγελματίες) ποδοσφαιριστές δε.

Μια τέτοια ομάδα είναι το Λιχτενστάιν, το οποίο έχει να επιδείξει, μεταξύ λίγων καλών αποτελεσμάτων, μια ισοπαλία στην Φινλανδία, εκεί δηλαδή όπου η Ελλάδα έχασε στην τελευταία της επίσκεψη.

Μια ομάδα πολύ αδύναμη, αλλά φιλότιμη, η οποία ξέρεις πως θα σε περιμένει κλεισμένη στην άμυνά της, με όποιες (δεδομένες) δυσκολίες φέρνει κάτι τέτοιο για κάθε αντίπαλο. Η Ελλάδα το ήξερε και, το πιο σημαντικό, το αντιμετώπισε με διάθεση…

Διάθεση που έδειξε, σε ρόλο πλέι μέικερ και σκόρερ, ο Κώστας Φορτούνης, ο (πάντα, κατ’ εμέ) συγκλονιστικός Ζέκα με τα ατελείωτα τρεξίματά του, όλοι οι υπόλοιποι παίκτες με την κινητικότητά τους και την διαρκή προσπάθεια να δημιουργούν ευκαιρίες, απέναντι στην εστία του Μπέντζαμιν Μπίχελ.

Μια διάθεση, μάλιστα, που δεν σταμάτησε ούτε στο δεύτερο ημίχρονο, αφού πρώτα ο Φορτούνης είχε ανοίξει το σκορ στην τελευταία φάση του πρώτου. Μια διάθεση που φρονώ πως μπορεί να μας οδηγήσει, μετά από έξι χρόνια, και πάλι σε μια μεγάλη διοργάνωση και να μην βλέπουμε το Euro2020 μόνο για τις παραδοσιακές δυνάμεις, αλλά και για την δική μας εθνική που τις τελευταίες δεκαετίες μας καλόμαθε.

Η Ιταλία, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, η Φινλανδία, ακόμα και η Αρμενία, ΔΕΝ είναι Λιχτενστάιν σε καμία περίπτωση. Οι παίκτες του Άγγελου Αναστασιάδη, όμως, είχαν «δίψα» για να δείξουν ότι αξίζουν μια θέση στην εθνική ομάδα, σε ένα ματς όπου η Ελλάδα είχε πολύ περισσότερα να χάσει, απ’ ότι να κερδίσει.

Στην πρώτη ώρα παιχνιδιού, η Ελλάδα είχε είκοσι τελικές προσπάθειες (!), αριθμός που μοιάζει ασύλληπτος για την (δεδομένα προβληματική στην δημιουργία) εθνική ομάδα, η οποία έχασε με τραυματισμό το μοναδικό «καθαρόαιμο» σέντερ φορ της, Κώστα Μήτρογλου, αλλά δεν πτοήθηκε στην αναζήτηση του γκολ.

Αυτό ήρθε, με επιμονή και υπομονή, τα οποία δεν σταμάτησαν όμως στη συνέχεια. Η Ελλάδα εξακολούθησε να έχει την μπάλα, να ψάχνει την αντίπαλη εστία και να την βρίσκει εύστοχα με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο, με το πρώτο γκολ ενός Τάσου Δώνη που έχει το ταλέντο και, βεβαίως, την διάθεση, για να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό κεφάλαιο για την επίθεση της εθνικής μας ομάδας.

Στην Ζένιτσα, την Τρίτη (26/03), μας περιμένει μια πολύ πιο ποιοτική Βοσνία – Ερζεγοβίνη, η οποία διαθέτει έναν από τους καλύτερους επιθετικούς στην Ευρώπη (Έντιν Τζέκο), έναν οργανωτή μεγάλης κλάσης (Μιραλέμ Πιάνιτς) και ένα πολύ σφιχτό και σκληραγωγημένο σύνολο, το οποίο πέτυχε άνοδο κατηγορίας στο Nations League και είναι εξαιρετικά δύσκολος αντίπαλος, ειδικά στην έδρα του.

Σε αυτό το ματς, η Ελλάδα πρέπει να προσθέσει χαρακτήρα και προσωπικότητα στην διάθεση που έδειξε κόντρα στο Λιχτενστάιν (πάνω από τριάντα τελικές συνολικά!) και, τότε, είναι δεδομένο ότι το πρώτο δίδυμο αγώνων για τα προκριματικά θα μας επιτρέπουν να χαμογελάμε και να βλέπουμε με αισιοδοξία την συνέχεια της προσπάθειας να επανέλθουμε στο προσκήνιο.