Γρηγορόπουλος 10 Δεκέμβρηδες μετά: Η δολοφονία, η εξέγερση και μια γενιά που πίστεψε πως θα αλλάξει τον κόσμο

Θα περάσουν κι άλλα δέκα χρόνια κι ακόμα θα θυμάμαι δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο εκείνες τις ημέρες: Έναν ξαφνικό κρότο, φωνές και λίγο αργότερα το τηλεφώνημα εκείνου του φίλου. «Μην πάτε Εξάρχεια, το MEGA λέει πως υπάρχει τραυματίας». Βεβαίως, πήγαμε. Παιδιά, 18 χρονών, 19 χρονών, 20 χρονών κι ακόμα πιο μικρά. Φυσικά και πήγαμε κι αναρωτιέμαι αν θα νιώθαμε την ίδια οργή σε περίπτωση που μας έβρισκε η ιστορία μεγαλύτερους. Αν, όπως τώρα, ήμασταν γύρω στα 30. Πιθανότατα όχι, ή ίσως να ήταν πιο εξορθολογισμένη. Αλλά τότε, όταν είχαμε μόλις βγει από το νικηφόρο πανεκπαιδευτικο κίνημα για το άρθρο 16, πιστεύαμε πως ο κόσμος αλλάζει μόνο και μόνο από τις δυνατές μας προθέσεις και το πείσμα. Τα 10 χρόνια ιστορικά είναι ένα διάστημα σχεδόν φτερό στον αιώνιο άνεμο.

Σίγουρα δεν αποτελεί διάστημα που να χωράει ασφαλή συμπεράσματα για μια ολόκληρη γενιά. Όμως, το συναίσθημα δεν ξεχνιέται. Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 ο ειδικός φρουρός, Επαμεινώνδας Κορκονέας, πυροβόλησε και σκότωσε τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο στα Εξάρχεια. Και μαζί του, πυροβόλησε κι όλους εμάς.

Εκείνο το βράδυ κύλησε γρήγορα πολύ. Κλαίγαμε, άγνωστοι μεταξύ μας, στα παγκάκια, ετοιμαζόμασταν για κάτι, ούτε που ξέραμε τι, ξεκινήσαμε μια επιτόπια πορεία, η οποία ήταν μαζικότατη. Δακρυγόνα, ξύλο, μπήκαμε στη Νομική Σχολή. Θα περνούσαμε όλες τις υπόλοιπες ημέρες μας εκεί.

Ναι, φυσικά και κάναμε εξέγερση. Ήταν μια εξέγερση που δεν έλαβε διευρυμένα μαζικά χαρακτηριστικά, δεν ενώθηκε μαζί της το εργατικό κίνημα, ας πούμε, ούτε κι ολόκληρη η κοινωνία.

Ήταν μια εξέγερση των νέων. Οργισμένη και, αν θα μπορούσαμε να πούμε, γεμάτη… διαίσθηση. Συναίσθημα, οπωσδήποτε. Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι μας έφταιγε. Και φωνάζαμε «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες». Κάτι πήγαινε στραβά κι αυτό το ξέραμε. Αλλά δεν ξέραμε τι. Ήταν μόλις 2008. Η κατάληψη της Νομικής σχολής, η κατάληψη του Πολυτεχνείου και πιο πέρα εκείνη της ΑΣΟΕΕ, μετέτρεψαν τα Εξάρχεια σε ενα ζωντανό μελίσσι γεμάτο κόσμο, δύναμη, ανάγκη για την αλλαγή του κόσμου όλου.





Κι ήταν κάπου αστείο, αν το δεις 10 ενήλικα χρόνια μετά: Μπορούσαμε να διαφωνούμε επί ώρες για το μοντέλο της δεδομένης Επανάστασης που σίγουρα ερχόταν, αλλά, ανάμεσα στα τόσα δακρυγόνα, πάντοτε απλώναμε τα χέρια να σηκώσουμε αυτόν που έπεσε. Τα δακρυγόνα. Το ξύλο. Οι φωνές που ζητούσαν την εξαφάνισή μας. Τα γηραλαία δάχτυλα που κουνήθηκαν μπροστά από τις εξεγερμένες μας εφηβείες για να μας πουν ότι «στο σοσιαλισμό δεν θα σπάσει ούτε βιτρίνα». Η Αθήνα καιγόταν, βλέπαμε, ξέραμε ανά πάσα στιγμή τι καίγεται από οργή και τι από ασφαλίτες.

Ακούγαμε από ασυρμάτους να δίνονται οδηγίες προς… κουκουλοφόρους. Το λέγαμε κι ήμασταν εξεγερμένοι, δεν επρόκειτο να μας ακούσει κανένας. Άκουγαν όλοι τις ειδήσεις. Fake News πριν γίνουν καθεστώς. Μετέδιδαν εικόνες κόλασης, πληροφορίες όχι απαραιτήτως αληθινές, την στιγμή που εμείς κάναμε συνελεύσεις στις σχολές μας. Την στιγμή που είχαν μαυρίσει τα πλευρά μας κι είχαν ανοίξει τα κεφάλια μας από το ξύλο. Την στιγμή που είχαμε νεκρό 15 χρονών. Ο Δεκέμβρης μας, τελείωσε σχεδόν όσο απότομα ξεκίνησε. Αλλά άφησε μια τεράστια κληρονομιά.

Είναι αυτός που έκανε μια γενιά ολόκληρη να δυναμώσει τα αντανακλαστικά της. Μεταφερθήκαμε στις γειτονιές, σε συνελεύσεις και δράσεις κι όταν πλέον ήρθαν οι μέρες της οικονομικής κρίσης , μας βρήκαν προετοιμασμένους. Ήδη, όμως, δεν είχαμε κρυφτεί. Ήμασταν διαρκώς στους δρόμους, πραγματικά έχω την αίσθηση ότι περπατούσαμε, φωνάζαμε και τρέχαμε ασταμάτητα από το 2008 (ή, με άλλους όρους, από το 2006), μέχρι το 2015. Μετά τον Γρηγορόπουλο, ήρθε η δολοφονική επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, ήρθε η απεργία πείνας των 300 μεταναστών, ήρθαν εργατικές απεργίες, ακτιβισμοί, αλληλεγγύη, αντιμνημονιακές ημέρες κι ήμασταν πάντοτε εκεί. Βεβαίως, η 6η του Δεκέμβρη δεν υπήρξε μάθημα μόνο για εμάς, αλλά και για τους «απέναντι».

Ζωές παράλληλες με αυτήν της αστυνομίας… Ή πορεία της 6ης του Δεκέμβρη τις επόμενες χρονιές, ήταν άσκηση τεχνοτροπίας για κάθε νέο υπουργό στο Δημόσιας Τάξης (ή ΠΡΟΠΟ, αν θέλετε). Το 2009, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δοκίμασε πάνω μας το δικό του μοντέλο καταστολής κι έκτοτε η ιστορία εξελίσσεται κλιμακωτά, χρονιά την χρονιά. Αυτό ήταν ο Δεκέμβρης του ’08. Ασκήσεις. Τα όνειρα, οι βεβαιότητες, το πείσμα κι ο θυμός μιας νεολαιίστικης εξέγερσης από τη μία, τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας απέναντι στον θάνατο και την καταστολή από την άλλη. Και δεν ειναι τυχαίο, δεν είναι καθόλου τυχαίο που μέχρι σήμερα τα ερωτήματα από πλευράς μιας μερίδας της δεν έχουν σβήσει.

«Τι ήθελε ο Γρηγορόπουλος στα Εξάρχεια;». «Κάψατε την Αθήνα για μια κακή στιγμή». Κακή στιγμή… Από μία άποψη, ο Δεκέμβρης δεν έχασε. Βεβαιώς, δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τον κόσμο, όπως πιστέψαμε τις μέρες εκείνες, αλλά μάθαμε πώς μπορεί να γίνει κάπως καλύτερος. Βάζαμε έκτοτε τα σώματά μας μπροστά για την υπεράσπιση όσων δεν μπορούσαν, που μερικές στιγμές ήμασταν απλώς ο ένας κι ο άλλος, δίπλα δίπλα.



Το σώμα μου για το σώμα σου, για να γίνουμε πολλοί. Μάθαμε τι σημαίνει «στιγμή» και πώς δεν καταφέρνει, ίσως, να αλλάξει την ιστορία, αλλά μπορεί να αλλάξει για πάντα τους ανθρώπους. Γιατί εμείς είμαστε τα παιδιά του Δεκέμβρη. Είμαστε οι φωτιές της εξέγερσης, το κλάμα μας, τα μελανιασμένα μας σώματα. Τα μάτια που μας χάλασαν τα δακρυγόνα. Είμαστε η τελευταία γενιά που βγήκε στους δρόμους και στο κατόπι της βγήκαν κι άλλες. Και πώς να ξεχαστεί η θλίψη εκείνης της νύχτας, πώς να ξεχαστεί ο ενθουσιασμός των ημερών που ήρθαν.

Ίσως ο κόσμος να μην ήταν έτοιμος να αλλάξει εκείνο το βράδυ. Ούτε και τα επόμενα. Κι ίσως, επίσης, να μην μπορούσαμε κι εμείς να τον φέρουμε στα μέτρα μας. Στα επόμενα χρόνια, αυτά της κρίσης, καταλάβαμε καλύτερα τι σημαίνει ισχύς και εξουσία. Αλλά ποτέ, πότε δεν γίνεται να ξεχαστεί εκείνη η εξέγερση.

Γιατί της έχουμε χαρίσει ολόκληρα κομμάτια μας.