Θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ «Συμφωνία Πρεσπών» με την Τουρκία; – Ποιες οι σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας

Μεγάλη η συζήτηση που ξέσπασε προχτές σε σχέση με τα όσα είπε ο Νίκος Κοτζιάς στο Φόρουμ των Δελφών αλλά και όσα ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής συνόδου του ΝΑΤΟ, τόσο σε σχέση με τις πάγιες
τουρκικές θέσεις που εξέφρασε Τούρκος βουλευτής όσο – και κυρίως– σε σχέση με όσα ειπώθηκαν από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ειδικότερα εντύπωση προκάλεσε η τοποθέτηση του Νίκου Κοτζιά ότι δεν μπορούμε να είμαστε «μοναχοφάηδες» σε σχέση με τον ορυκτό πλούτο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, που θεωρήθηκε ότι παραπέμπει σε μια λογική «συνεκμετάλλευσης», αλλά και οι δηλώσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που εξέφρασαν βούληση για μια «Συμφωνία των Πρεσπών» για τα ελληνοτουρκικά.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως προθέσεων απέχουμε πολύ από το να συζητάμε με όρους μιας συμφωνίας, ούτε έχει δείξει η κυβέρνηση διάθεση να προχωρήσει άμεσα σε μία νέα διαπραγμάτευση.

Το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών

Αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε ελληνοτουρκικές διαφορές είναι μια σύνθετη διακρατική σχέση με μια σειρά από ζητήματα που θεωρούνται ανοιχτά κυρίως εξαιτίας του τρόπου που τα βάζει η τουρκική πλευρά.
Η Τουρκία από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δηλαδή από όταν τέθηκε και θέμα εκμεταλλεύσιμων υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, έχει διατυπώσει μια σειρά «αναθεωρητικών» θέσεων σε σχέση με το καθεστώς του Αιγαίου.
Με αφορμή τα ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του Αιγαίου υποστηρίζει ότι η κατά γράμμα εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, δηλαδή η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και η παραδοχή ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (που θυμίζουμε ότι είναι στα 200 ν.μ.) διαμορφώνουν αφενός μια «κλειστή θάλασσα» στο Αιγαίο και αφετέρου, λόγω της γεωγραφικής θέσης του συμπλέγματος του Καστελόριζου, μια μεγάλη διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στα Νοτιοανατολικά. Σε αυτό προστέθηκε από ένα σημείο και μετά και θεωρία των «γκρίζων ζωνών» δηλαδή η αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος βραχονησίδων κυρίως της Δωδεκανήσου, ακόμη και εάν αναφέρονται ρητά στις σχετικές συνθήκες. Παράλληλα, από το 1995 η Τουρκία έχει ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. σημαίνει αιτία κήρυξης πολέμου (casus belli).
Η Ελλάδα από τη μεριά της υποστηρίζει ότι ως προς τα 12 ν.μ. διατηρεί ένα αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, το οποίο  πάντως καμία κυβέρνηση δεν έχει δοκιμάζει να ενεργοποιήσει (ακόμη και ο Νίκος Κοτζιάς κατά την τελετή παράδοσης του υπουργείο στον Αλέξη Τσίπρα είχε μιλήσει για επικείμενη επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και τα Επτάνησα, όχι το Αιγαίο). Παράλληλα, υποστηρίζει ότι με βάση το δίκαιο της θάλασσας τα νησιά διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Πάντως μέχρι τώρα, η Ελλάδα καθορισμένη υφαλοκρηπίδα έχει μόνο στο Ιόνιο από τα δεκαετία του 1970.
Ωστόσο, η Ελλάδα  έχει παραδεχτεί ότι για το θέμα της υφαλοκρηπίδας μπορεί να υπάρξει προσφυγή από κοινού, δηλαδή με υπογραφή συνυποσχετικού, στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπου να επιλυθεί η διαφορά.
Εμμέσως πλην σαφώς η ελληνική διπλωματία έχει παραδεχτεί ότι ειδικά για το τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (και ΑΟΖ  μια που η οριοθέτηση γίνεται με τον ίδιο τρόπο) που εκτείνεται στα Νοτιοανατολικά και κυρίως καθορίζεται από τη θέση του Καστελόριζου, είναι πολύ πιθανό το Διεθνές Δικαστήριο, με βάση τη νομολογία του, να μην πάει με το γράμμα του διεθνούς δικαίου αλλά με την αρχή της αναλογικότητας και να παραχωρήσει ένα τμήμα στην Τουρκία.
Η Ελλάδα και η Τουρκία δοκίμασαν όντως στη δεκαετία του 1970 να προχωρήσουν σε διαπραγμάτευση, όπως αποτυπώθηκε στο «Πρακτικό της Βέρνης» του 1976. Ωστόσο, αυτή η διαπραγμάτευση θα εγκαταλειφθεί μετά το 1981, με πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ η αναγνώριση του «Ψευδοκράτους» το 1983 θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση.

Τα επόμενα χρόνια οι διπλωματικές προσπάθειες διαπραγμάτευσης θα περιοριστούν είτε στην προσπάθεια διαχείρισης της έντασης στο Αιγαίο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (όπως π.χ. η αποφυγή στρατιωτικών ασκήσεων στο Αιγαίο στη διάρκεια της τουριστικής περιόδου) που περιλάμβανε το Πρωτόκολλο Παπούλια Γιλμάζ, αλλά και διάφορα βήματα προσέγγισης όπως π.χ. με τη λεγόμενη «Διπλωματία των Σεισμών» το 1999. Θα μεσολαβήσει η Κρίση των Ιμίων το 1996 που θα υπενθυμίσει ότι η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες οριακά μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε πόλεμο

Η σκιά του Κυπριακού

Όλα αυτά διαπλέκονται και με το Κυπριακό. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο πρόσφατη περίοδος έντονης αναβάθμισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν στην περίοδο που οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν, όταν και η Ελλάδα, εκτός των άλλων, στήριξε ένθερμα την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Ήταν η περίοδος που σημαντικό μέρος της ελληνικής διπλωματίας εκτίμησε ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην επίλυση του Κυπριακού και την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα ακύρωνε εκ των πραγμάτων και την ένταση μεταξύ των δύο χωρών.
Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν έβαλε ένα τέλος σε αυτή την προσπάθεια και έκτοτε η στασιμότητα στο Κυπριακό συνδυάστηκε με τη στασιμότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την αποφυγή μειζόνων πρωτοβουλιών.

Η συριακή κρίση και η αλλαγή στην ελληνική διπλωματία

Στη δεκαετία του 2010 υπήρξαν μια σειρά από αλλαγές. Η Τουρκία ενεπλάκη στη συριακή κρίση, αρχικά ελπίζοντας ότι θα ήταν η μεγάλη ωφελημένη από μια ενδεχόμενη ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ, στην συνέχεια προσπαθώντας να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας, σε μια διαδικασία που την έφερε σε αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ, ιδίως μετά το πραξικόπημα, και σε μια αναγκαστική κατά περίπτωση συμπόρευση με τη Ρωσία.
Η ελληνική πλευρά σταδιακά μετατοπίστηκε σε μια αναβάθμιση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, σε μια σύμπραξη που είχε και ένα χαρακτήρα πίεσης προς την Τουρκία. Η Κύπρος πάλι μπήκε σταδιακά στην τροχιά της αναζήτησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με αποκορύφωμα την εύρεση σημαντικού κοιτάσματος στο οικόπεδο 10.
Η ίδια η Τουρκία ανέβασε αρκετά τους τόνους θεωρώντας ότι κινδυνεύει να μείνει έξω από τα μεγάλα κέρδη που υπόσχονται οι εξορύξεις. Αυτό πήρε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, την προβολή της θέσης ότι η Κύπρος δεν έχει αυτοτελή ΑΟΖ και από την άλλη, την επιμονή ότι δεν γίνεται να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά (στο οποίο η Λευκωσία απαντά με τη θέση για «κυρίαρχο ταμείο» όπου θα συγκεντρώνονται τα έσοδα από τις εξορύξεις και το οποίο θα ανήκει σε όλη μελλοντικά ενωμένη Κύπρο).
Σε αυτή τη φάση η ελληνική διπλωματία, όπως εκφράστηκε και από την κυβέρνηση Τσίπρα έδειχνε περισσότερο να προσπαθεί να οικοδομήσει συμμαχίες απέναντι στην Τουρκία και υπέρ της υπεράσπισης του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλευτεί τον ορυκτό της πλούτο. Τμήμα αυτής της προσπάθειας και η ακόμη μεγαλύτερη προσκόλληση στις ΗΠΑ, σε τομή μάλιστα με πάγιες θέσεις της αριστεράς.

Υπάρχει κάποια προοπτική συμφωνίας;

Ωστόσο, ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πάρει κάποια ιδιαίτερη πρωτοβουλία, πέραν της πάγιας επιμονής στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τη γενική επίκληση συνεργασίας.
Ακόμη και οι συναντήσεις κορυφής ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Ταγίπ Ερντογάν δεν πήγαν πέρα από γενικές επικλήσεις.
Μάλιστα, η κυβερνητική ρητορική ακόμη και κινήσεις όπως η «Συμφωνία των Πρεσπών» τις παρουσίασε και ως βήμα αποτροπής της τουρκικής επιρροής, επιμένοντας σε μια πάγια αντίληψη ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Από την άλλη μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων όντως θα διέβλεπε ότι σήμερα η Τουρκία, που έχει κυρίως το βλέμμα στραμμένο στις εξελίξεις στη Συρία, μπορεί να κάνει ρητορικές «προβολές ισχύος» σε σχέση με το Αιγαίο αλλά δύσκολα μπορεί να αντέξει δεύτερο μέτωπο. Μάλιστα, στην τουρκική ρητορική συχνά επανέρχεται το μοτίβο της «προβοκάτσιας» που παραπέμπει στο φόβο ότι  θα μπορούσαν άλλες δυνάμεις να σπρώξουν τα πράγματα σε «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο για να την αποδυναμώσουν.
Αυτή η συνθήκη όντως θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία ενός συνολικότερου διαλόγου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και αυτόματα το εφικτό μιας συνολικής συμφωνίας.
Μια συνολική συμφωνία με την Τουρκία, την οποία όντως θα αποδεχόταν η Άγκυρα, όμως, θα σήμαινε όχι μόνο την παραδοχή ότι υπάρχουν και τουρκικά συμφέροντα, αλλά ακόμη και συνεκμετάλλευση φυσικών πόρων, ενώ εκ των πραγμάτων θα φάνταζε ως «υποχώρηση» έναντι «πάγιων εθνικών θέσεων».
Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα: ποια ελληνική κυβέρνηση θα αποδεχόταν να μετατραπεί σε συμπεφωνημένο κανόνα και πάγια κατάσταση ο ντε φάκτο «αυτοπεριορισμός» των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 6 ν.μ.; Πόσες φωνές θα ακούγονταν περί «μειοδοσίας» σε μια πρόταση για από κοινού έρευνες για υδρογονάνθρακες; Ποια κυβέρνηση θα τολμούσε μια «συμβιβαστική» χάραξη των ορίων της ΑΟΖ στα νοτιοανατολικά ακόμη και εάν η εναλλακτική λύση είναι η διαρκής αναβολή της ανακήρυξης ελληνικής ΑΟΖ (έχουμε μόνο την από παλιά συμφωνημένη με την Ιταλία χάραξη της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο); Ιδίως μάλιστα όταν ακόμη απέχουμε από το να έχουμε εγγυήσεις ότι η Τουρκία εντός μιας τέτοιας διευθέτησης θα εγκατέλειπε όντως τους επιθετικούς τόνους.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι πολύ πιο σύνθετες από ό,τι το Μακεδονικό. Εκεί η φόρτιση ήταν μεγάλη, αλλά τα πεδία συζήτησης πεπερασμένα. Εδώ έχουμε μια συνάρτηση με πολύ περισσότερες μεταβλητές. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξέφρασαν ευσεβείς πόθους, ή πάγιες «φιλειρηνικές» θέσεις της αριστεράς, όμως η πρακτική της κυβέρνησης δεν παραπέμπει σε προετοιμασία μείζονος συμφωνίας με την Τουρκία.