Το ύπουλο παιχνίδι Τσίπρα με τη δεδηλωμένη και τα σενάρια στη Βουλή

Η «αρχή της δεδηλωμένης» ήρθε ξανά στο προσκήνιο, αν και όχι με τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκε στο συνταγματικό μας πολιτισμό.

Η «αρχή της δεδηλωμένης» αφετηρία της έχει ένα σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας που είναι το να έχει η κυβέρνηση την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής.
Γιατί χωρίς την αρχή της δεδηλωμένης είχαμε στον 19ο αιώνα το φαινόμενο των κυβερνήσεων τις οποίες επέβαλε ο βασιλιάς, δίνοντας τη σχετική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αγνοώντας συχνά τον πραγματικό κοινοβουλευτικό συσχετισμό και υπονομεύοντας τη δυνατότητα να διαμορφωθούν συγκροτημένες πολιτικές παρατάξεις, εφόσον οι βουλευτές τελικά διαπραγματεύονταν την ψήφο τους με τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Αντίθετα, η «αρχή της δεδηλωμένης» όπως τελικά ενσωματώθηκε σε ρητή συνταγματική διάταξη («Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη τη Βουλής», αναφέρει το άρθρο 84, παρ. 1 του Συντάγματος), σήμαινε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να εκπροσωπεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα έναν  πλειοψηφικό πολιτικό συσχετισμό στην κοινωνία ή τουλάχιστον το ισχυρότερο πολιτικό ρεύμα.

Ανάμεσα στην παγιωμένη πρακτική και το «γράμμα» του Συντάγματος

Η αρχή της  δεδηλωμένης στο ίδιο το Σύνταγμα ορίζεται τόσο ως προς το πώς μια κυβέρνηση κερδίζει την εμπιστοσύνη της Βουλής και ως προς το πώς τη χάνει. Οι προβλέψεις για την ψήφο εμπιστοσύνης ορίζουν απόλυτη πλειοψηφία επί των παρόντων, αλλά αυτή δεν μπορεί να είναι κάτω των 120 βουλευτών («Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύo πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών», άρθρο 84, παρ. 6 του Συντάγματος).
Αυτό σημαίνει ότι εάν απουσιάσει ικανός αριθμός βουλευτών από την ψηφοφορία μπορεί μια κυβέρνηση να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ακόμη και με λιγότερους των 151 βουλευτές.
Αντίθετα, η ψήφος δυσπιστίας, η καταψήφιση μιας κυβέρνηση απαιτεί ρητά 151 ψήφους υπέρ της ψήφου δυσπιστίας («Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών» άρθρο 85, παρ. 6).
 Το ζήτημα είναι ότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει άλλο μηχανισμό διαπίστωσης της ύπαρξης ή όχι εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση πέραν της ψήφου εμπιστοσύνης (που ανήκει στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης) και της ψήφου δυσπιστίας (που ανήκει στην πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης).
Αυτή ακριβώς τη διαφορά ανάμεσα στις δύο διαδικασίες επικαλέστηκε ουσιαστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος όταν πρόσφατα δήλωσε ότι ακόμη και εάν αποχωρήσουν οι ΑΝΕΛ «θα οδηγηθούμε σε κυβέρνηση με ψήφο ανοχής, όπως σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, φέρνοντας ως παράδειγμα την Ισπανία».
 Η κοινοβουλευτική παράδοση στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνει κυβερνήσεις μειοψηφίας
Ωστόσο είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε παράδοση κυβερνήσεων μειοψηφίας που να στηρίζονται στην απλή ανοχή του κοινοβουλίου. Το ακριβώς αντίθετο: έχουμε, ιδίως στη Μεταπολίτευση, μια ισχυρή παράδοση κυβερνήσεων σαφούς πλειοψηφίας, που όταν χάνουν τη δεδηλωμένη παραιτούνται.
Αυτό ακριβώς έγινε το 1993, όταν η ΝΔ με την ανεξαρτητοποίηση Συμπιλίδη βρέθηκε με 150 βουλευτές και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προχώρησε αναγκαστικά σε προκήρυξη εκλογών που επανέφεραν στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η μόνη άλλη φορά που τέθηκε ζήτημα δεδηλωμένης ήταν το 2015. Στις 11 Ιουλίου 2015 η κυβερνητική πρόταση για εξουσιοδότηση για διαπραγμάτευση μνημονίου με την «Τρόικα» υπερψηφίστηκε μεν από 251 βουλευτές, εφόσον ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι στήριξαν την πρόταση, όμως υπήρξαν 32 «όχι» από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τσίπρα παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 20 Αυγούστου.
Βέβαια στην περίπτωση αυτή ο Αλέξης Τσίπρας διευκολύνθηκε από τη στάση των διαφωνούντων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που δήλωσαν ότι καταψηφίζουν μεν το μνημόνιο αλλά δεν καταψηφίζουν την κυβέρνηση και οι οποίο θα σχηματίσουν χωριστή κοινοβουλευτική ομάδα μόνο μετά την ολοκλήρωση της υπερψήφισης του Τρίτου Μνημονίου. 

Αρχή της δεδηλωμένης και δημοκρατία

Στην ελληνική κοινοβουλευτική παράδοση η αρχή της δεδηλωμένης συνδέεται με τον πυρήνα της ισχύουσας αντίληψης για τη δημοκρατία. Η κοινοβουλευτική παράδοση που έχουμε στηρίζεται στην κεντρικότητα της κυβέρνησης, μετά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, και στην αντίληψη ότι οι εκλογές είναι η απάντηση όταν διαπιστώνεται μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη λαϊκή βούληση, έστω και με πρωτοβουλία της κυβέρνησης (πρόωρες εκλογές).
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν προτάσεις που κατά καιρούς έχουν ακουστεί για περιορισμό της καταφυγής σε πρόωρες εκλογές και επιμονή σε σταθερές ημερομηνίες εκλογών. Όμως, υπάρχει ισχυρή γνώμη ότι αυτό στην ελληνική περίπτωση αυτό θα σήμαινε περιορισμό της δυνατότητας καταφυγής στη λαϊκή βούληση ως πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι προτάσεις για «εποικοδομητική» ψήφο δυσπιστίας

Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πώς είχε ούτως ή άλλως μια διαφορετική αντίληψη για τις προτάσεις δυσπιστίας και συνολικά για το πώς η κυβέρνηση διατηρεί ή όχι την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Όταν πρωτοπαρουσίασε τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο Αλέξης Τσίπρας είχε προτείνει μαζί με την απλή αναλογική και τη λεγόμενη «εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας», που ισχύει σε ορισμένες χώρες, σύμφωνα με την οποία μια πρόταση δυσπιστίας πρέπει να συνοδεύεται και από υπερψήφιση πρωθυπουργού για νέα κυβέρνηση. Είχε δηλώσει τον Ιούλιο του 2016: «Το πρώτο μέτρο των προτάσεών μας για την αναθεώρηση, είναι η συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής. Το δεύτερο μέτρο, ως συμπλήρωμα γόνιμης εφαρμογής παγίως, εκλογικών συστημάτων απλής αναλογικής, είναι η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας – η υποχρέωση δηλαδή, η πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης, να συνοδεύεται και από πρόταση για νέο Πρωθυπουργό, πράγμα που εξυπηρετεί τον σκοπό της κυβερνητικής σταθερότητας».

Η πρόταση αυτή περιλαμβάνεται και στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Συνταγματική Αναθεώρηση όπου προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 84, παρ. 2 του Συντάγματος ως εξής: «Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της, μόνο αν με την ίδια απόφαση προτείνει προς διορισμό νέο Πρωθυπουργό».
Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι πρέπει να καταργηθεί η ισχύουσα αντίληψη περί της πρότασης δυσπιστίας που εάν υπερψηφιστεί από τουλάχιστον 151 βουλευτές οδηγεί στις διερευνητικές εντολές του άρθρου 37 του και εάν δεν σχηματιστεί νέα κυβέρνηση σε εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να περιορίσει τη δυνατότητα καταψήφισης μιας κυβέρνησης και προσφυγής στις κάλπες. Στο όνομα της «κυβερνητικής σταθερότητας» επιδιώκει με την πρότασή του για τη συνταγματική αναθεώρηση να πάμε σε μια κατάσταση όπου ακόμη και εάν μια κυβέρνηση εμφανώς έχει χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής, δεν θα καταψηφίζεται για όσο καιρό η αντιπολίτευση δεν θα μπορεί να συμφωνήσει στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού.
Αυτό δείχνει ότι στη σκέψη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ούτως ή άλλως η λογική της ανάγκης να μπορεί να παραμένει στην εξουσία μια κυβέρνηση για όσο καιρό έχει την αναγκαστική ανοχή της Βουλής, αντί για την σαφώς πιο δημοκρατική επιλογή της προσφυγής στις κάλπες.

Κυβερνήσεις ανοχής και ευρωπαϊκή εμπειρία

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επικαλέστηκε και το παράδειγμα της Ευρώπης ως προς τις κυβερνήσεις «ανοχής». Ωστόσο, είναι σαφές ότι μιλάμε για χώρες με διαφορετική κοινοβουλευτική παράδοση και το κυριότερο σε περιπτώσεις χωρών με έντονα σημάδια πολιτικής κρίσης.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βέλγιο που όντως έμεινε 589 μέρες το 2010-11 χωρίς εκλεγμένη κυβέρνηση. Μόνο που το Βέλγιο είναι μια χώρα με βαθιά και διαρκή κρίση και με έντονη πόλωση ανάμεσα στις δύο κοινότητες που δεν μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα.
Αντίστοιχα, οι Ισπανοί Σοσιαλιστές κυβερνούν ως κυβέρνηση μειοψηφίας, μετά την καταψήφιση της κυβέρνησης του Μαριάνο Ραχόι και στο έδαφος τέτοιων συσχετισμών στο κοινοβούλιο που δεν επέτρεπαν άλλη λύση.
Όσο για το επιχείρημα ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί γενικά επιθυμούν σταθερότητα και συναινέσεις, ας θυμηθούμε ότι ήταν ο Αλέξης Τσίπρας που το Νοέμβριο του 2014 είχε υποστηρίξει σε σχέση με το αίτημα κυρίως της Γερμανίας τα μέτρα να συνυπογράφονται και από την αξιωματική αντιπολίτευση ότι «Επειδή γράφτηκε ξανά ότι αυτό αποτελεί απαίτηση του Βερολίνου, θέλω να κάνω όσο γίνεται πιο καθαρή τη θέση μας: Τέτοια υπογραφή ντροπής, ας μην την περιμένουν από μας».
Βέβαια μερικούς μήνες μετά ως πρωθυπουργός πέρασε το τρίτο μνημόνιο με τις ψήφους της αντιπολίτευσης παρότι είχε χάσει ουσιαστικά η δική του κυβέρνηση τη δεδηλωμένη.

Τι συνιστά δημοκρατική νομιμοποίηση;

Η κυβέρνηση προκαλεί την αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας, την ώρα που η τελευταία την καλή να πάει σε εκλογές, παρότι είναι γνωστό ότι με τα σημερινά δεδομένα πρόταση δυσπιστίας δεν συγκεντρώνει 151 ψήφους.
Είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ακόμη και εάν αποχωρήσει αριθμός βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Είτε για να μείνει στην πρωθυπουργία μέχρις την εξάντληση της τετραετίας εκβιάζοντας τη συναίνεση της αντιπολίτευσης στα μέτρα «κοινωνικού προφίλ» που σκοπεύει να φέρει προς ψήφιση και διεκδικώντας να ορίσει τη συζήτηση για την επόμενη μέρα, είτε για να κάνει πρόωρες εκλογές όταν ο ίδιος το αποφασίσει.
Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει. Η κοινοβουλευτική παράδοση στην Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε μετά την τραυματική εμπειρία του αυταρχικού μετεμφυλιακού καθεστώτος και την απριλιανή Δικτατορία, στηρίζεται στο ότι κυβερνούν κόμματα ή συνασπισμοί που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν τη δεδηλωμένη. Τυπικά ή θεσμικά δεν υπάρχουν αυτόματοι μηχανισμοί που να οδηγούν στην πτώση μιας κυβέρνησης, όσο δεν μπορεί να συγκεντρωθεί η πλειοψηφία σε πρόταση δυσπιστίας. Όμως, αυτό δεν ακυρώνει το πραγματικό ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης.