«Μακεδονία του Αιγαίου»: Η ιστορία των αλυτρωτικών διεκδικήσεων και γιατί ο Ζάεφ ανακινεί το θέμα

Η ξαφνική εμπλοκή με τη συμφωνία των Πρεσπών έχει προκαλέσει εκνευρισμό στην Αθήνα αλλά και απορίες γιατί ο Ζόραν Ζάεφ ανέβασε τους τόνους και από μετριοπαθής πολιτικός έγινε εκπρόσωπος των εθνικιστικών τάσεων στη χώρα του. Οι αναφορές περί «Μακεδονίας του Αιγαίου» δεν έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά με τα λόγια που χρησιμοποιούσε αυτό εννοούσε.


Μιλούσε διπλωματικά για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα κάτι που, βεβαίως ο ίδιος και πολλοί άλλοι στη χώρα του θεωρούν ότι είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Όπως λένε χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να μπει στο τραπέζι μακεδονική εθνότητα και γλώσσα αναμενόμενο είναι να τεθεί και θέμα μειονότητας.

Όπως είπε ο Ζάεφ: «Μιλάτε για τους Μακεδόνες στην Ελλάδα με τόσο πάθος και αυτό είναι θαυμάσιο. Ας αναρωτηθούμε τι κάνουμε για αυτούς. Ας είμαστε ειλικρινείς, κάναμε κάτι γι’ αυτούς; Η επίλυση αυτού του προβλήματος που είχαμε για 27 χρόνια, αυτό ήταν ένα βάρος στους ώμους μας» επεσήμανε ο σκοπιανός πρωθυπουργός, απαντώντας σε ερώτηση του VMRO για την ελληνική και τη βουλγαρική «μακεδονική» μειονότητα. «Τώρα έχουμε καλύτερες πιθανότητες, τώρα έχουμε ευκαιρίες για τα παιδιά στην Ελλάδα να μάθουν τη μακεδονική γλώσσα – μέχρι τώρα αυτό απαγορευόταν, ήταν ένα θέμα ταμπού. Η ελληνική γλώσσα ήδη διδάσκεται στη Μακεδονία. Εχουμε μια ευκαιρία να τους βοηθήσουμε αληθινά, να απομακρύνουμε τα σύνορα».

Παρά την αναδίπλωση το Σάββατο και την πιθανή αλλαγή του όρου «Μακεδονία του εξωτερικού», για τους πολίτες της ΠΓΔΜ που ζουν στο εξωτερικό σε «απόδημους», η ουσία είναι ότι πάντα υπάρχουν οι αλυτρωτικές διαθέσεις που θα δηλητηριάζουν τις σχέσεις των δύο χωρών.

Ο πρωθυπουργός είναι φανερό ότι απευθύνεται στους εθνικιστικούς κύκλους της χώρας τους, ειδικά στους 8 βουλευτές που χρειάζεται για να περάσει για τρίτη φορά η πρότασή του για τις συνταγματικές αλλαγές.
Χαιδεύει αυτιά

Επιχειρεί να χαϊδέψει τα αυτιά των κύκλων αυτών και να τους καθησυχάσει για τη συμφωνία των Πρεσπών. Ο υπέρ πάντων αγώνας του και η πολιτική του επιβίωση είναι αυτή η συμφωνία και γι’ αυτό απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο αδιαφορώντας στην παρούσα χρονική στιγμή για τις αντιδράσεις στην Ελλάδα. Εκτιμά, άλλωστε, πως αν αυτός περάσει τη συμφωνία οι ευθύνες θα μεταφερθούν στην ελληνική πλευρά η οποία και θα πιεστεί από τον διεθνή παράγοντα να τελειώνει οριστικά με το Μακεδονικό. Δεν αποκλείεται βεβαίως οι εξελίξεις στο ονοματολογικό να οδηγήσουν την Ελλάδα σε εκλογές και σε πάγωμα επ’ αόριστω της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Αλλωστε, δύσκολα μπορούν να ψηφίσουν οι βουλευτές μια συμφωνία που αποδεικνύεται ότι γράφτηκε στο… πόδι και που αν όχι τώρα σε κάποια χρόνια μπορεί να ενισχύσει επικίνδυνα τις αλυτρωτικές διαθέσεις της γειτονικής χώρας, κι όχι μόνο.

Ακόμη κι αν είναι αδήριτη η ανάγκη να αρθούν οι εκκρεμότητες με τη γειτονική χώρα, το «αφήγημα» της «μακεδονικής μειονότητας» ή της Μακεδονίας του Αιγαίου πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει στην ελληνική κοινή γνώμη.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιστορία για τη λεγόμενη… ενωμένη Μακεδονία και για το πώς ξεκίνησαν οι εδαφικές διεκδικήσεις εθνικιστικών κύκλων. Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία:

Ενωμένη Μακεδονία (σλαβομακεδονικά: Обединета Македонија Ομπεντινέτα Μακεντόνιϊα) είναι ένας αλυτρωτικός όρος του σλαβομακεδονικού εθνικισμού που έχει ως απώτερο σκοπό την ένωση μιας περιοχής των Βαλκανίων την οποία οι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές παρουσιάζουν ως τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο ο οποίος σύμφωνα με αυτούς διαμελίστηκε μεταξύ της Ελλάδας («Μακεδονία του Αιγαίου»), της Βουλγαρίας («Μακεδονία του Πιρίν»), της Σερβίας («Μακεδονία του Βαρδάρη») και της Αλβανίας («Μάλα Πρέσπα» και «Γκόλο Μπάρντο») σύμφωνα με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την ελληνική πόλη της Θεσσαλονίκης ως πρωτεύουσα. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, πολλές φορές συνδεδεμένος με την Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία.

Παρόλο που οι εδαφικές διεκδικήσεις διαφέρουν από εθνικιστή σε εθνικιστή, οι περισσότεροι Σλαβομακεδόνες θεωρούν ότι τους ανήκουν οι εξής περιοχές από αυτές τις χώρες:

Τη Μακεδονία του Βαρδάρη (Вардарска Македонија) – η ΠΓΔΜ.

Tη Μακεδονία του Αιγαίου (Егејска Македонија) Flag of Greek Macedonia.svg – οι τρεις μακεδονικές περιφέρειες της βόρειας Ελλάδας.

Τη Μακεδονία του Πιρίν (Пиринска Македонија) – το Διαμέρισμα Μπλαγκόεβγκραντ της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας.

Τη Μάλα Πρέσπα και το Γκόλο Μπάρντο (Мала Преспа и Голо Брдо) – μια περιοχή της νοτιοανατολικής Αλβανίας η οποία συμπίπτει περίπου τον Νομό Πόγραδετς και τον Νομό Ντεβόλ (αυτές οι περιοχές μερικές φορές θεωρούνται τμήμα της Μακεδονίας του Αιγαίου).

Την Γκόρα και το Πρόχορ Πτσίνσκι (Гора и Прохор Пчински) – στην νοτιοανατολική Σερβία (η Γκόρα είναι τμήμα του Κοσσυφοπεδίου) (αυτές οι περιοχές μερικές φορές θεωρούνται τμήμα της Μακεδονίας του Βαρδάρη).
Οι… καταπιεσμένοι

Μια σημαντική πτυχή αυτού του δόγματος είναι ότι οι περισσότεροι κάτοικοι του ευρύτερου μακεδονικού χώρου εκτός της ΠΓΔΜ είναι καταπιεσμένοι «Μακεδόνες» (δηλ. Σλαβομακεδόνες), και περιγράφουν αυτές τις περιοχές ως τις «αλύτρωτες» περιοχές της Μακεδονίας. Στις περιπτώσεις της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, ισχυρίζονται ότι οι απογραφές μειονοτήτων υποτιμούν τον αριθμό «Μακεδόνων» (δηλ. Σλαβομακεδόνων) στις χώρες αυτές (στην Αλβανία υπάρχουν 4.697 Σλαβομακεδόνες σύμφωνα με την απογραφή 1989, ενώ Σλαβομακεδόνες εθνικιστές ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι 120.000-350.000, και στην Βουλγαρία υπάρχουν 5.071 Σλαβομακεδόνες σύμφωνα με την απογραφή 2001, ενώ Σλαβομακεδόνες εθνικιστές ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι 200.000).

Στην Ελλάδα, υπάρχει μια σλαβόφωνη κοινότητα της οποίας διάφορα τμήματα έχουν διαφορετικές εθνικές ταυτότητες (οι περισσότεροι δηλώνουν δίγλωσσοι Έλληνες, μικρές κοινότητες δηλώνουν Σλαβομακεδόνες και Βούλγαροι. Σύμφωνα με την Ελληνική Επιτροπή Ελσίνκι, οι σλαβόφωνοι συνολικά αριθμούν 100.000-200.000, ενώ μόνοι 10.000-30.000 έχουν σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα. Σύμφωνα με Σλαβομακεδόνες εθνικιστές υπάρχουν 800.000 «Μακεδόνες» στην Ελλάδα.
Οι ρίζες του όρου ξεκινούν το 1910. Μια από τις κύριες πλατφόρμες της Πρώτης Βαλκανικής Κομμουνιστικής Συνέλευσης το 1910 ήταν η λύση του Μακεδονικού Ζητήματος. Ο Γκεόργκι Ντίμιτρωφ το 1915 έγραψε ότι η δημιουργία μιας Μακεδονίας η οποία διαιρέθηκε σε τρία τμήματα επρόκειτο να ενωθεί ξανά με ίσα δικαιώματα στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας.

Η ιδέα της ένωσης της Μακεδονίας με κομμουνιστική διακυβέρνηση παραιτήθηκε το 1948 όταν οι Έλληνες κομμουνιστές έχασαν τον Εμφύλιο Πόλεμο και δημιουργήθηκε το χάσμα μεταξύ του Τίτο και της ΕΣΣΔ και της φιλοσοβιετικής Βουλγαρίας.

Πριν και αμέσως μετά την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ όμως, πιστεύονταν στην Ελλάδα ότι η ιδεολογία περί «Ενωμένης Μακεδονίας» είχε την υποστήριξη των αρχών της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ (και ως ομόσπονδου κράτους της Γιουγκοσλαβίας και ως ανεξάρτητο κράτος). Στο πρώτο σύνταγμα της ΠΓΔΜ το οποίο υιοθετήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1991 και αναθεωρήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 1992 έγραφε:

Η Δημοκρατία νοιάζεται για τη θέση και τα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκουν στον μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες αλλά και των ξενιτεμένων μακεδόνων, βοηθά στην πολιτισμική εξέλιξή τους και προωθεί δεσμούς με αυτούς. Κάνοντας αυτά, η Δημοκρατία δεν πρόκειται να ανακατευτεί στα δικαιώματα άλλων κρατών στα εσωτερικά ζητήματά τους.

Η Δημοκρατία νοιάζεται για τα πολιτισμικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1995, η ΠΓΔΜ υπέγραψε μια ενδιάμεση συμφωνία με την Ελλάδα για να διακόψει η ελληνική κυβέρνηση τον εμπάργκο που είχε επιβάλλει.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση συμφωνία, η ΠΓΔΜ, θα παραιτείτο από όλες τις διεκδικήσεις στα γειτονικά της κράτη, και από τότε, η έννοια της «Ενωμένης Μακεδονίας» δεν έχει λάβει επίσημη υποστήριξη από την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ. Η έννοια όμως χρησιμοποιείται πολύ από Σλαβομακεδόνες εθνικιστές οι οποίοι ακόμα προβάλλουν διεκδικήσεις εις βάρος των γειτόνων της ΠΓΔΜ.

Αλλά και στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ υπάρχουν πολλοί που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις εθνικιστικές αναφορές, και σ’ αυτούς απευθύνεται ο Ζόραν Ζάεφ δυναμιτίζοντας τη συμφωνία των Πρεσπών.