Πρόγευση σφοδρής μονομαχίας Τσίπρα-Μητσοτάκη στην προεκλογική… Γκόθαμ Σίτι

Με το τέλος του 2018 να πλησιάζει και το 2019 να είναι σε κάθε περίπτωση μια χρονιά εκλογών, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ανεβάζουν τους τόνους στην προσπάθεια να συσπειρώσουν την εκλογική τους βάση και ταυτόχρονα να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους στα σημεία τα οποία θεωρούν ότι είναι αδύναμοι.

Αυτό φάνηκε και στη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης στη Βουλή που απηύθυνε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον πρωθυπουργό σε σχέση με τα προβλήματα βίας και παραβατικότητας στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Με την κατάσταση στα πανεπιστήμια σε πρώτο πλάνο, με τη ΝΔ να ζητά μέτρα και με τον Τσίπρα να λέει ότι η Ελλάδα δεν είναι Γκόθαμ Σίτι, θυμίζοντας λίγο από… Μπάτμαν.
Μητσοτάκης: ιδιωτικά πανεπιστήμια και ασφάλεια στα ΑΕΙ

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει από καιρό μεγάλο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτό φάνηκε και στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος όπου έδωσε μεγάλη έμφαση στην ανάγκη να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.


Αυτή είναι μια πάγια θέση της ΝΔ και άλλωστε την είχε προτείνει και στην προηγούμενη αναθεώρηση, ενώ αποτελούσε πάγιο αίτημα της ΝΔ και των παρατάξεών της μέσα στα πανεπιστήμια από τη δεκαετία του 1980.

Από την άλλη, σε αυτή τη συζήτηση ήθελε να επιμείνει στα θέματα βίας και παραβατικότητας μέσα στα Πανεπιστήμια. Το θέμα αυτό αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό μια μόνιμη αιχμή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αφορμή την οξυμένη κατάσταση σε συγκεκριμένα ανώτατα ιδρύματα: τους χώρους στο ιστορικό συγκρότημα του ΕΜΠ στην οδό Πατησίων, τον περιβάλλοντα χώρο της ΑΣΟΕΕ και το χώρο του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.

Κατά την επιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης την οποία αναπαρήγαγε και ο κ. Μητσοτάκης κατά τη σημερινή συζήτηση οι χώροι αυτοί, που καλύπτονται από το πανεπιστημιακό άσυλο που επανέφερε η κυβέρνηση Τσίπρα, λειτουργούν ως ορμητήριο βίαιων αναρχικών ομάδων και ταυτόχρονα επιτρέπουν την ανάπτυξη διάφορων μορφών εγκληματικότητας, διαμορφώνοντας ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας στους διδάσκοντες και τους φοιτητές.

Με αυτό τον τρόπο, αποδίδει ευθέως ευθύνη στην κυβέρνηση, εφόσον ήταν αυτή που επανέφερε το άσυλο και άρα, κατά τη γνώμη της ΝΔ, διευκόλυνε τη δράση αυτών των βίαιων και παραβατικών ομάδων.

Ταυτόχρονα, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένουν να αποδίδουν τις αιτίες της «ανομίας» αυτής σε μια ανοχή που επιδεικνύει ιστορικά η αριστερά σε τέτοιες πρακτικές, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αντιμετωπίζουν τη ριζοσπαστική αριστερά ως ιδεολογική μήτρα των πρακτικών ανομίας.

Είναι σαφές ότι με αυτές τις αναφορές ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυρίως θέλει να απευθυνθεί σε ένα κοινό συντηρητικό που παραδοσιακά ακολουθεί την κεντροδεξιά και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα ζητήματα «νόμου και τάξης», ιδίως όταν αυτά τέμνονται με τα προβλήματα της νέας γενιάς και την ανησυχία των οικογενειών για το πού σπουδάζουν τα παιδιά τους.

Επιδιώκει ταυτόχρονα να επενδύσει σε συντηρητικά αντανακλαστικά που ούτως ή άλλως θεωρούσαν ότι η αριστερά είναι μια δύναμη που επενδύει στην κοινωνική αναταραχή.

Παράλληλα, η διασύνδεση αυτών των αιχμών με το αίτημα για τα μη κρατικά ΑΕΙ ως αιχμή της πολιτικής της ΝΔ για την Ανώτατη Εκπαίδευση, επιτρέπει στη ΝΔ να απευθύνεται και σε ένα κοινό με περισσότερο φιλελεύθερα αντανακλαστικά το οποίο κυρίως ενδιαφέρεται να δει κάτι να αλλάζει στο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης και ελπίζει ότι η λειτουργία μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων θα λειτουργήσει ως καταλύτης για το συνολικό εκσυγχρονισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τσίπρας: υπεράσπιση των δημόσιων ΑΕΙ και του κυβερνητικού έργου

Απέναντι σε αυτές τις θέσεις της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κυρίως επέλεξε να υπερασπιστεί το κυβερνητικό έργο και να υποβαθμίσει τις αιτιάσεις Μητσοτάκη.

Ο πρωθυπουργός επέμεινε ότι τα προβλήματα βίας στα πανεπιστήμια, μπορεί να είναι υπαρκτά, όμως, ταυτόχρονα είναι μικρότερης έκτασης από όσα συνέβαιναν στην περίοδο 2011-2014, υποστήριξε ότι το ισχύον καθεστώς για το πανεπιστημιακό άσυλο δεν απαγορεύει την επέμβαση των αστυνομικών αρχών για την αντιμετώπιση αυτόφωρων αδικημάτων και υπεραμύνθηκε των προτάσεων της επιτροπής Παρασκευόπουλου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων βίας στο Πανεπιστήμιο.

Κυρίως, όμως, ο πρωθυπουργός βρήκε ευκαιρία να υπερασπιστεί τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και να κατηγορήσει την αξιωματική αντιπολίτευση ότι έχει μια ιδεοληπτική τοποθέτηση κατά των δημόσιων πανεπιστημίων. Αντίθετα, υπερασπίστηκε το κυβερνητικό έργο που γίνεται και την προσπάθεια βελτίωσης των πραγμάτων στα πανεπιστήμια.

Είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε και αυτός να απευθυνθεί σε ένα δικό του κοινό. Γι’ αυτό το λόγο και δεν επικέντρωσε σε μια προσπάθεια τόσο να σταθεί στο θέμα της «ανομίας» αλλά κυρίως προσπάθησε να αναδείξει το θέμα της υπεράσπισης των δημόσιων ΑΕΙ.

Η υπεράσπιση των δημόσιων ΑΕΙ και του άρθρου 16 του Συντάγματος υπήρξε κεντρική αιχμή των μεγάλων φοιτητικών και εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων του 2006-2007, στις οποίες είχε ενεργό συμμετοχή ο ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεί ιστορική θέση της αριστεράς, που πάντοτε κατήγγειλε οποιοδήποτε βήμα προς την παραπέρα εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης.
Και τα πραγματικά προβλήματα των πανεπιστημίων;

Βέβαια αυτό που απουσίασε από αυτή τη συζήτηση, ίσως και εξαιτίας των αντικειμενικών περιορισμών μιας τέτοιας διαδικασίας, ήταν μια πιο βαθιά προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η ανώτατη εκπαίδευση.

Τα προβλήματα ασφάλειας και παραβατικότητας είναι υπαρκτά, αν και σε σημαντικό βαθμό αποτυπώνουν και αποτελέσματα της υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων που οδηγεί σε ελλείψεις στο φωτισμό, στην προστασία των εγκαταστάσεων αλλά και σε υποστελέχωση των υπηρεσιών φύλαξης.

Επίσης τα προβλήματα ασφάλειας δεν περιορίζονται στη δράση βίαιων ομάδων αλλά και σε γενικότερα προβλήματα εγκληματικότητας που όπως είναι κατανοητό δεν θα σταματούσαν στις πύλες των ΑΕΙ.

Όμως, δεν είναι τα μόνα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ελλείψεις σε προσωπικό, υποχρηματοδότηση, διαρκής κάλυψη λειτουργικών αναγκών μέσα από τα ευρωπαϊκά πρόγραμματα, αλλά και αναστάτωση από κινήσεις όπως η τρέχουσα τάση προς τις συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, δημιουργούν καθημερινά μια συνθήκη υποβάθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης.

Όλα αυτά συνδυάζονται και με χρόνια προβλήματα όπως είναι η μειωμένη σύνδεση με την παραγωγή, η δυσκολία των πτυχιούχων να βρουν αξιοπρεπή απασχόληση, η μαζική φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.

Όλα αυτά απαιτούν μια πολύ πιο ουσιαστική συζήτηση και αναζήτηση λύσεων που είναι ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνουν μέσα στο πλαίσιο μιας προεκλογικής εκστρατείας όπου θα κυριαρχήσει η πόλωση.
Προεκλογική εκστρατεία: η στρατηγική της πόλωσης

Ταυτόχρονα, η συζήτηση για τα πανεπιστήμια έδειξε και με ποιο τρόπο θα κινηθούν οι δύο μονομάχοι στην προεκλογική εκστρατεία που έχει ήδη αρχίσει.

Με δεδομένο ότι ως προς τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής ούτως ή άλλως τα δύο κόμματα δεν μπορούν να έχουν μεγάλες διαφορές ως προς την έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία και το «μνημονιακό κεκτημένο», είναι σαφές ότι τα δύο κόμματα θα προσπαθήσουν να επικεντρώσουν σε θέματα στα οποία θεωρούν ότι μπορούν να ορίσουν με πιο μεγάλη σαφήνεια διαχωριστικές γραμμές.

Τα θέματα της ασφάλειας, της «ανομίας», της εγκληματικότητας, ή, αντίστοιχα, των «δικαιωμάτων», της δημοκρατίας, των ελευθεριών, προσφέρονται επομένως για να μπορούν να χαράσσονται διαχωριστικές γραμμές που θα είναι ξεκάθαρες και ταυτόχρονα δεν θα αφορούν τον πυρήνα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Το ίδιο ισχύει και για ζητήματα μεταρρυθμίσεων και πολιτικών που περισσότερο αναλογούν σε ιδεολογικούς προσδιορισμούς και στοχεύσεις παρά στην άμεση αντιμετώπιση προβλημάτων.

Είναι σαφές ότι ανεξαρτήτως της γνώμης που μπορεί να έχει ο καθένας, η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, από μόνη της δεν απαντάει στα προβλήματα του κύριου κορμού της ανώτατης εκπαίδευσης (όπως δεν απάντησε η από χρόνια λειτουργία των ιδιωτικών κολεγίων), όπως αντίστοιχα η απλή υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης δεν σημαίνει αυτόματα και έργο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της.

Όμως, το θέμα του δημόσιου ή μη δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης κατεξοχήν επιτρέπει αντιπαράθεση και σύγκρουση αξιών και πολιτική πόλωση. Κοντολογίς, στοιχεία που διευκολύνουν μια προεκλογική περίοδο. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που είδαμε και στον τρόπο με τον οποίο άνοιξε η συζήτηση για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους.

Αποδεικνύεται έτσι ότι ακόμη και όταν φαίνεται να «στενεύουν» τα πραγματικά περιθώρια ύπαρξης εναλλακτικών πολιτικών, το πολιτικό σύστημα μπορεί να βρει τα πεδία που θα επιτρέπουν την αναγκαία προεκλογική πόλωση. Είναι και αυτό μια πλευρά της ιδιότυπης «επιστροφής στην κανονικότητα».